-
1 δοκιμασία
δοκῐμ-ᾰσία, ἡ,A examination, scrutiny:1 of magistrates after election, to see if they fulfil the legal requirements of legitimacy, full citizenship, etc.,ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Lys.15.2
, cf. 16.9 (pl.);τῶν ἱερέων Pl.Lg. 759d
;δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Ath.59.4
(pl.), cf. IG 22.856,980.2δ. τῶν ἱππέων
passing muster,X.
Eq.Mag.3.9 (pl.).3 δ. (sc. ἐφήβων), before admission to the rights of manhood, D.44.41, v. l. in 57.62.4 δ. τῶν ῥητόρων a judicial process to determine the right of a man to speak in the ἐκκλησία or in the law-courts, Aeschin.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοκιμασία
-
2 ἐπαγγελία
ἐπαγγ-ελία, ἡ,A command, summons, Plb.9.38.2.b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.);τοῦ ἀγῶνος SIG561.9
([place name] Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.2 as law-term, ἐ. (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ),ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64
, cf. 81;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29
: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14;τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN 1164a29
, cf. Phld.Herc.1251.20;ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6
; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 ([place name] Lagina);ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10
([place name] Mylasa);ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9
, cf. GDI 3624a34 ([place name] Cos).5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγελία
-
3 ἐπαγγέλλω
A- ηγγέλθην IG12.188.25
, - ηγγέλην ib.12.76.19:—tell, proclaim, announce, Od.4.775, Ar.Lys. 1049 (lyr.);τινὶ ὡς.. Hdt.3.36
;τῷ δήμῳ ὑπέρ τινος ὅτι.. Inscr.Prien.5.17
(iv B. C.); esp. proclaim by authority, notify publicly, ἐ. [τὴν ἐκεχειρίαν] Th.5.49;ἐ. πόλεμον Pl.Lg. 702d
:— [voice] Pass., to be proclaimed, IGIl.cc., etc.;μὴ ἐπηγγέλαι πω τὰς σπονδάς Th.5.49
, cf. 8.10; βουλῆς -θείσης a meeting having been summoned, D.C.56.29:—[voice] Med., cause proclamation to be made, Hdt.2.121.ζ.2 give orders, command, abs., Id.1.70: c.acc. et inf., give orders that.., ἐπαγγείλας τοὺς Αακεδαιμονίους παρεῖναι ib.77, cf. Th.6.56: c. dat. et inf., order one to do, D.42.7, etc.: c. acc. rei, στρατιὰν ἐς τοὺς ξυμμάχους ἐ. send them orders to furnish their contingents, Th.7.17;κατὰ πόλεις τεσσαράκοντα νεῶν πλῆθος ἐ. Id.3.16
: abs., βοηθεῖν.. καθ' ὅ τι ἂν -ωσιν αἱ πόλεις Foed. ap. Th.5.47:—[voice] Med., , cf. 4.200;ἐ. τινί E.HF 1185
(lyr.);ἐ. τισί ὅκως ἂν ἀπέλθοιεν Hdt.5.98
:—[voice] Pass.,τὸ ἐπαγγελλόμενον Id.2.55
.3 as law-term, prop. δοκιμασίαν ἐ. denounce and summon to a δοκιμασία τῶν ῥητόρων one who, having incurred ἀτιμία, yet takes part in public affairs (v. ),ἐπήγγειλα αὐτῷ τὴν δοκιμασίαν ταυτηνί Aeschin.1.2
, cf. ib.32;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας D.22.23
(but ἐπηγγέλθη αὐτοῖς ὅτι ἐπεξίοιμι is f.l.for ἀπ- in Antipho 1.11).4 promise, offer,ξείνοις δεῖπνα Pi.P.4.31
;θεοῖς εὐχάς A.Ch. 213
:—more freq. in [voice] Med., promise unasked (opp. ὑπισχνέομαι ) or offer of one's free will,ἐ. τι ἐς τὴν δωρεὴν τοῖσι ἀδελφεοῖσι Hdt.3.135
;ἐ. καταγωγὴν καὶ ξείνιά τινι Id.6.35
;παίδων.. ἐ. γονάς E.Med. 721
; ἁπηγγελλόμην what I was proposing, S.El. 1018, cf. D.4.15;ἐ. τάδε, ὡς.. Hdt.6.9
: c. inf., promise or offer,ξυμπολεμεῖν Th.6.88
; διαθήκας ἀποφαίνειν (- φανεῖν Dobree) Is.1.15;ἐ. τῇ βουλῇ μηνύσειν And.1.15
;τισὶν τριήρεις ἔχων ἐκπλεύσεσθαι Lys.28.4
, cf. D.18.132, etc.;τινὶ ὥστε βοηθεῖν Th.8.86
; ἐ. ὅ τι χρὴ δρᾶν offering (to do) what in justice he ought to do, Pl.Lg. 915a.5 [voice] Med., profess, make profession of, c. acc.,ἀρετήν X.Mem.1.2.7
;θεοσέβειαν 1 Ep.Ti.2.10
; esp. of Sophists, as in Pl.Euthd. 273e;τί ἐστιν ὃ ἐ. τε καὶ διδάσκει Id.Grg. 447c
; ;ἐπαγγελλόμενος πάντα.. οὐδὲν ἐπιτελεῖ Arist.EN 1164a5
; [γνῶσιν] 1 Ep.Ti.6.21: c. inf.,ἐ. ἀποκρίνεσθαι ὅ τι ἄν τίς σε ἐρωτᾷ Pl.Grg. 447d
;ἐ. οἷός τε εἶναι ποιῆσαί τι Id.La. 186c
, Thg. 127e;ταῦτα ἐπαγγέλλεται δεινὸς εἶναι D.35.41
;οἱ σοφισταὶ ἐ. διδάσκειν τινά Arist.EN 1180b35
;παιδεύειν D.35.41
; and abs., profess an art, Pl.R. 518b, Arist.SE 172a32.6 demand, require, cj. in D.H.5.65:—[voice] Med., D.19.193; but, ask a favour, ib. 41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγέλλω
См. также в других словарях:
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek